- ἐνστατικοί
- ἐνστατικόςsetting oneself in the waymasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενστατικός — ή, ό (AM ἐνστατικός, ή, όν) [ενστάτης] 1. αυτός που συνηθίζει να υποβάλλει ενστάσεις 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐνστατικοί οι γραμματικοί που αμφισβητούσαν τη γνησιότητα ομηρικών χωρίων αρχ. μσν. (για ζώα) άγριος, ατίθασος αρχ. 1. όποιος… … Dictionary of Greek